- τυχηρῶν
- τυχηρόςluckyfem gen plτυχηρόςluckymasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παπαρρηγόπουλος, Πέτρος — (Κωνσταντινούπολη 1817 – Αθήνα 1891). Έλληνας νομικός, δικαστικός και πανεπιστημιακός δάσκαλος. Αδελφός του ιστορικού Κωνσταντίνου Π., σπούδασε στη Γερμανία, ονομάστηκε υφηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1841, και το 1845… … Dictionary of Greek